Абиссаль στα ελληνικά

Μετάφραση: абиссаль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο
Абиссаль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аберрация στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρεκτροπή, εκτροπή, εκτροπής, εκτροπών, ανωμαλία
  • абзац στα ελληνικά - παράγραφος, υπόδειξη, παράγραφο, παραγράφου, σκέψη, εδάφιο
  • абиссальный στα ελληνικά - απειροβαθής, χαώδης, αβυσσιακό, αβυσσική, abyssal
  • аблактировка στα ελληνικά - ablaktirovka
Τυχαίες λέξεις
Абиссаль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άβυσσος, άβυσσο, αβύσσου, γκρεμού, βάραθρο