Автолюбитель στα ελληνικά
Μετάφραση: автолюбитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγό, αυτοκινητιστή, αυτοκινητιστών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автократический στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυταρχικός, απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά
- автократия στα ελληνικά - αυτοκρατορία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
- автомагистраль στα ελληνικά - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, εθνική οδό, εθνικής οδού, αυτοκινητοδρόμου
- автомат στα ελληνικά - μηχάνημα, αυτόματο, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματες, αυτόματα
Τυχαίες λέξεις
Автолюбитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγό, αυτοκινητιστή, αυτοκινητιστών
Μεταφράσεις: αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγό, αυτοκινητιστή, αυτοκινητιστών