Альвеолярный στα ελληνικά
Μετάφραση: альвеолярный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альбумин στα ελληνικά - λευκωματίνη, αλβουμίνη, λευκωματίνης, αλβουμίνης, λεύκωμα
- альвеола στα ελληνικά - κυψελίδα πνευμόνα, φάτνωμα οδόντος, φατνίο, κυψελίδα, φατνίου
- альков στα ελληνικά - εσοχή, σηκός, κόγχη, σηκού, αλκόβα
- альманах στα ελληνικά - καζαμίας, εορτολόγιο, ημερολόγιο, αλμανάκ, almanac, μηνολόγιον
Τυχαίες λέξεις
Альвеолярный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
Μεταφράσεις: κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό