Амальгама στα ελληνικά
Μετάφραση: амальгама, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμάλγαμα, ένωση, μίγμα, συγχώνευση, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, κράμα
Μεταφράσεις
- аляска στα ελληνικά - Αλάσκα, Αλάσκας, alaska, της Αλάσκας, την Αλάσκα
- амазонка στα ελληνικά - αμαζόνα, Amazon, Αμαζονίου, του Αμαζονίου, το Amazon
- амальгамирование στα ελληνικά - ένωση, συγχώνευση, συγχώνευσης, συνένωση, αμάλγαμα, τη συγχώνευση
- амальгамировать στα ελληνικά - ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Амальгама στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμάλγαμα, ένωση, μίγμα, συγχώνευση, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, κράμα
Μεταφράσεις: αμάλγαμα, ένωση, μίγμα, συγχώνευση, αμαλγάματος, αμαλγάματα, αμαλγαμάτων, κράμα