Амнистировать στα ελληνικά

Μετάφραση: амнистировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμνηστία, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, αμνηστεία
Амнистировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аммонит στα ελληνικά - αμμωνίτη, αμμωνίτης, ammonite, αμμωνιτών
  • амнезия στα ελληνικά - αμνησία, αμνησίας, της αμνησίας, την αμνησία, αμνησίας που
  • амнистия στα ελληνικά - χάρη, συγχωρώ, αμνηστία, συγχώρηση, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, ...
  • аморальность στα ελληνικά - ανηθικότητα, ανηθικότητας, την ανηθικότητα, η ανηθικότητα, της ανηθικότητας
Τυχαίες λέξεις
Амнистировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμνηστία, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, αμνηστεία