Амортизировать στα ελληνικά
Μετάφραση: амортизировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορροφώ, εξαγοράζω, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амортизатор στα ελληνικά - υποτίμηση, προφυλακτήρας, ασπίδα, αμορτισέρ, απορρόφησης κραδασμών, μέσο απορρόφησης κραδασμών, αποσβεστήρα, ...
- амортизация στα ελληνικά - φορώ, σχίζω, σκίζω, εξαγορά, λύτρωση, δάκρυ, υποτίμηση, ...
- аморфный στα ελληνικά - άμορφος, άμορφο, άμορφη, άμορφου, άμορφης
- ампер στα ελληνικά - αμπέρ, τιμή αμπέρ, ampere, τιμή σε Αμπέρ, ένταση σε αμπέρ
Τυχαίες λέξεις
Амортизировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορροφώ, εξαγοράζω, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
Μεταφράσεις: απορροφώ, εξαγοράζω, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση