Апоплексия στα ελληνικά
Μετάφραση: апоплексия, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπληξία, αποπληξίας, της αποπληξίας, apoplexy, την αποπληξία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апология στα ελληνικά - απολογία, εκθειασμό, εκθειασμός, απολογίας, δικαιόλογηση
- апоплексический στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- апостол στα ελληνικά - απόστολος, μαθητής, Αποστόλου, απόστολο, ο Απόστολος, του Αποστόλου
- апостольский στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
Τυχαίες λέξεις
Апоплексия στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπληξία, αποπληξίας, της αποπληξίας, apoplexy, την αποπληξία
Μεταφράσεις: αποπληξία, αποπληξίας, της αποπληξίας, apoplexy, την αποπληξία