Аппендикс στα ελληνικά
Μετάφραση: аппендикс, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσάρτημα, παράρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аппаратура στα ελληνικά - ευκολία, ευχέρεια, ταχύτητα, προσαρμόζω, εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, ...
- аппарель στα ελληνικά - ράμπα, διαδρόμου, ράμπας, κλιμάκωση, κεκλιμένου επιπέδου
- аппендицит στα ελληνικά - σκωληκοειδίτιδα, σκωληκοειδίτιδας, η σκωληκοειδίτιδα, τη σκωληκοειδίτιδα
- апперкот στα ελληνικά - uppercut, uppercut που, uppercut την
Τυχαίες λέξεις
Аппендикс στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, του προσαρτήματος