Басистый στα ελληνικά
Μετάφραση: басистый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθύς, χαμηλός, μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- барьерист στα ελληνικά - αγωνιστής δρόμου μετ 'εμπόδιων, hurdler, εμποδιστής, στα εμπόδια, εμποδιστή
- бас στα ελληνικά - μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
- басить στα ελληνικά - κρένω, μιλώ, basit, Μπασίτ
- баск στα ελληνικά - Βάσκων, βασκική, των Βάσκων, βασκικής, βασκικές
Τυχαίες λέξεις
Басистый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθύς, χαμηλός, μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
Μεταφράσεις: βαθύς, χαμηλός, μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου