Бедокур στα ελληνικά

Μετάφραση: бедокур, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοχθηρία, κακό, αταξία, αταξίες, σκανταλιές, σκανδαλιά
Бедокур στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бедняк στα ελληνικά - άπορος, φτωχός, απόρων, ζητιάνο, πένης
  • бедовый στα ελληνικά - τόλμημα, καυτός, τόλμη, κακό, αταξία, αταξίες, σκανταλιές, ...
  • бедолага στα ελληνικά - δυστυχής, φτωχός, καημένος, πενιχρός, καταψηφισθείς βουλευτής του οποίου η θητεία δεν έληξε ακόμη, ανήμπορη
  • бедренный στα ελληνικά - μηριαίου, μηριαία, μηριαίας, μηριαίου οστού, μηριαίο
Τυχαίες λέξεις
Бедокур στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοχθηρία, κακό, αταξία, αταξίες, σκανταλιές, σκανδαλιά