Бездействующий στα ελληνικά
Μετάφραση: бездействующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αργόσχολος, παθητικός, αδρανής, λιμνάζων, άνεργος, στάσιμος, τεμπέλης, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездействие στα ελληνικά - απραξία, διαχείμαση, αδράνεια, αδράνειας, η αδράνεια, απραξίας
- бездействовать στα ελληνικά - κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, τον ύπνο
- безделица στα ελληνικά - πραγματάκι, σαχλαμάρα, μικροπράγμα, μικροπράγματος, το μικροπράγμα, παίζω
- безделка στα ελληνικά - πραγματάκι, στολίδι
Τυχαίες λέξεις
Бездействующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αργόσχολος, παθητικός, αδρανής, λιμνάζων, άνεργος, στάσιμος, τεμπέλης, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Μεταφράσεις: αργόσχολος, παθητικός, αδρανής, λιμνάζων, άνεργος, στάσιμος, τεμπέλης, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός