Безукоризненный στα ελληνικά
Μετάφραση: безукоризненный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέλειος, άμεμπτος, ανοξείδωτος, άχραντος, τελειοποιώ, άψογος, αλάθητος, άμωμος, άσπιλος, άψογο, αμόλυντη, άμωμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безукоризненно στα ελληνικά - άψογα, άψογο, άψογα τις
- безукоризненность στα ελληνικά - αθωότητα, irreproachability
- безумец στα ελληνικά - μανιακός, τρέλα, παραφρόντας, τρελός, τρελό, τρελού, madman
- безумие στα ελληνικά - ταραχή, αναψυχή, λύσσα, παραφροσύνη, τρέλα, φρενίτιδα, μανία, ...
Τυχαίες λέξεις
Безукоризненный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέλειος, άμεμπτος, ανοξείδωτος, άχραντος, τελειοποιώ, άψογος, αλάθητος, άμωμος, άσπιλος, άψογο, αμόλυντη, άμωμη
Μεταφράσεις: τέλειος, άμεμπτος, ανοξείδωτος, άχραντος, τελειοποιώ, άψογος, αλάθητος, άμωμος, άσπιλος, άψογο, αμόλυντη, άμωμη