Ανοξείδωτος στα ρωσικά

Μετάφραση: ανοξείδωτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незапятнанный, безукоризненный, честный, безупречный, устойчивый, нержавеющий, нержавеющей, из нержавеющей, нержавеющая
Ανοξείδωτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας, ανοξείδωτος σωλήνας, ανοξείδωτος πάγκος, ανοξείδωτος νεροχύτης, ανοξείδωτος αποστακτήρας, ανοξείδωτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ανοξείδωτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ανοιχτοχέρης στα ρωσικά - большой, великодушный, выдержанный, крепкий, интенсивный, плодородный, добрый, ...
  • ανοιχτός στα ρωσικά - размыкать, приоткрытый, стартовать, отмыкать, раскупориться, приотворяться, разжать, ...
  • ανοράκ στα ρωσικά - куртка, штормовка, анораки
  • ανοσία στα ρωσικά - льгота, невосприимчивость, неприкосновенность, иммунитет, изъятие, освобождение, привилегия, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοξείδωτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: незапятнанный, безукоризненный, честный, безупречный, устойчивый, нержавеющий, нержавеющей, из нержавеющей, нержавеющая