Безусловно στα ελληνικά
Μετάφραση: безусловно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, σίγουρα, οπωσδήποτε, βέβαιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безупречность στα ελληνικά - αθωότητα, τελειοποίηση, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τέλεια
- безупречный στα ελληνικά - ανοξείδωτος, άψογος, ατόφιος, αλάθητος, τέλειος, άμεμπτος, άχραντος, ...
- безусловность στα ελληνικά - απόλυτο, απολυτότητα, απολυτότητας, το απόλυτο, absoluteness
- безусловный στα ελληνικά - απόλυτος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
Τυχαίες λέξεις
Безусловно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, σίγουρα, οπωσδήποτε, βέβαιο
Μεταφράσεις: ασφαλώς, βέβαια, βεβαίως, τελείως, απολύτως, αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, σίγουρα, οπωσδήποτε, βέβαιο