Белить στα ελληνικά
Μετάφραση: белить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλένω, πλύνω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белизна στα ελληνικά - λευκό, λινός, άσπρος, κλινοσκεπάσματα, λευκός, λευκή, άσπρο, ...
- белила στα ελληνικά - λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- белка στα ελληνικά - σκίουρος, σκίουρο, σκίουρου, σκιούρων
- белковый στα ελληνικά - ένδοξος, πρωτεϊνούχο, πρωτεϊνούχα, πρωτεϊνικό, πρωτεϊνούχου, πρωτεϊνώδη
Τυχαίες λέξεις
Белить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλένω, πλύνω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Μεταφράσεις: πλένω, πλύνω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία