Λέξη: προτρέπω

Σχετικές λέξεις: προτρέπω

προτρέπω συνώνυμο, προτρέπω ορισμός, προτρέπω λεξικό, προτρέπω αγγλικά, προτρέπω english, προτρέπω βικιλεξικο

Συνώνυμα: προτρέπω

παροτρύνω, παρορμώ, παρακινώ, παρακαλώ, επηρεάζω, επιφέρω

Μεταφράσεις: προτρέπω

προτρέπω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
actuate, urge, exhort, I urge, would urge, urge you

προτρέπω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instar, instar a, exhortar, inste, exhortar a

προτρέπω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drängen, Drang, fordern, fordere, zu drängen

προτρέπω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déclencher, influencer, aiguillonner, ranimer, occasionner, inciter, exciter, causer, agir, stimuler, actionner, mouvoir, exhorter, pousser, instamment, prier instamment

προτρέπω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivare, sollecitare, esortare, spingere, invitare, invito

προτρέπω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
actuar, instar, exortar, incitar, pedir, insistir

προτρέπω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aansporen, drang, aandrang, dringen, dring

προτρέπω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возбуждать, побуждать, активировать, убеждать, призываем, настоятельно призываем, призвать

προτρέπω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppfordre, oppfordrer, trang, ber, presse

προτρέπω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppmana, uppmanar, manar, tvinga, ber

προτρέπω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehottaa, kehotan, kehotettava, kehottamaan, kannustaa

προτρέπω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfordre, opfordrer, tilskynde, opfordrer indtrængende, indtrængende opfordre

προτρέπω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohybovat, podněcovat, budit, spouštět, působit, pohánět, nutkání, naléhat, Vyzývám, naléhala, naléhat na

προτρέπω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pobudzać, poruszyć, wpływać, pobudzić, uruchamiać, wprawiać, wykonać, wywołać, namawiać, nalegać, zachęcam, wzywam, Apelujemy

προτρέπω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sürgetik, sürgesse, sürgetni, sürgeti, ösztönözze

προτρέπω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dürtü, çağırıyorum, teşvik, çağrısı, çağırıyoruz

προτρέπω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спонукувати, спонукати, спонукатиме, спонукатимуть, заохочувати

προτρέπω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxis, thirrje, nxisim, kërkoj, i kërkojnë

προτρέπω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
призовавам, призоваваме, призове, призова, призовават

προτρέπω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падахвочваць, заахвочваць, пабуджаць, заахвоціць, схіляць

προτρέπω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käivitama, ajendama, tung, tungivalt, kutsun, nõudma

προτρέπω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potaknuti, tjerati, nagon, pozivam, pozivamo, potičem

προτρέπω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvet, hvetja, hvetjum, hvöt, að hvetja

προτρέπω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paraginti, ragina, raginti, raginame, primygtinai

προτρέπω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mudināt, mudinu, aicinu, mudina, mudinām

προτρέπω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повикувам, поттикнуваме, повикуваме, поттикнувам, повикуваат

προτρέπω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndemn, îndemne, îndemna, îndemnăm, să îndemne

προτρέπω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pozivam, pozivamo, pozvati, pozivajo

προτρέπω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nutkanie, nutkaniu, nutkania, nutkaní
Τυχαίες λέξεις