Беспорядочно στα ελληνικά

Μετάφραση: беспорядочно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνευ, χωρίς, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής
Беспорядочно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспорядки στα ελληνικά - πάθηση, ενόχληση, σάλος, ακαταστασία, φασαρία, διαταραχή, αταξία, ...
  • беспорядок στα ελληνικά - αναστατώνω, σύγχυση, φασαρία, αταξία, παραζάλη, ακαταστασία, ταραγμένος, ...
  • беспорядочность στα ελληνικά - αταξία, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, παραζάλη, παρατυπία, ανωμαλία, ...
  • беспорядочный στα ελληνικά - ατημέλητος, χαώδης, ακατάστατος, ασυνάρτητος, άτακτος, ανακατεμένος, σύμμικτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Беспорядочно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνευ, χωρίς, άτακτα, άτακτη, ομαλές, μη ομαλές, ομαλής