Бессодержательный στα ελληνικά
Μετάφραση: бессодержательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδειος, σαχλός, επιπόλαιος, βαρετός, ανόητος, αηδής, μουχρός, κενός, μουντός, παράλογος, πληκτικός, ανούσιος, άνοστος, ρηχός, άγευστος, ασήμαντος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессовестный στα ελληνικά - αδιάντροπος, άτιμος, ασύστολος, ξετσίπωτος, ασυνείδητος, ασυνείδητοι, ασυνείδητου
- бессодержательность στα ελληνικά - ασημαντότητα, ανοησία, κουφότης, κουφότητα
- бессознательно στα ελληνικά - ασυνείδητα, ασυναίσθητα, υποσυνείδητα, και ασυνείδητα
- бессознательный στα ελληνικά - ενστικτώδης, αναίσθητος, ασυνείδητος, ασυνείδητο, αισθήσεις του, ασυνείδητη
Τυχαίες λέξεις
Бессодержательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδειος, σαχλός, επιπόλαιος, βαρετός, ανόητος, αηδής, μουχρός, κενός, μουντός, παράλογος, πληκτικός, ανούσιος, άνοστος, ρηχός, άγευστος, ασήμαντος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές
Μεταφράσεις: άδειος, σαχλός, επιπόλαιος, βαρετός, ανόητος, αηδής, μουχρός, κενός, μουντός, παράλογος, πληκτικός, ανούσιος, άνοστος, ρηχός, άγευστος, ασήμαντος, άδειο, κενή, κενό, κενών, κενές