Бесстрастный στα ελληνικά
Μετάφραση: бесстрастный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψυχρός, ατάραχος, ράθυμος, αδιάφορος, απαθής, οκνός, την απάθεια, μια απαθή, απάθεια που, απαθή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесстрастно στα ελληνικά - ψύχραιμα, ψυχραιμία, αμερόληπτα, χωρίς πάθος
- бесстрастность στα ελληνικά - απάθεια
- бесстрашие στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, αφοβία, την αφοβία, η αφοβία, αφοβίας, έλλειψη φόβου
- бесстрашный στα ελληνικά - γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο
Τυχαίες λέξεις
Бесстрастный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψυχρός, ατάραχος, ράθυμος, αδιάφορος, απαθής, οκνός, την απάθεια, μια απαθή, απάθεια που, απαθή
Μεταφράσεις: ψυχρός, ατάραχος, ράθυμος, αδιάφορος, απαθής, οκνός, την απάθεια, μια απαθή, απάθεια που, απαθή