Бесчувственный στα ελληνικά
Μετάφραση: бесчувственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανόητος, ράθυμος, απαθής, νεκρό, ανεπηρέαστος, παράλογος, στυγνός, αναίσθητος, ατάραχος, ουδέτερος, απάνθρωπος, αδιάφορος, οκνός, σκληρόκαρδος, στυγνή, χωρίς συναίσθημα, η σκληρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесчисленный στα ελληνικά - άπειρος, αμέτρητα, αμέτρητες, αμέτρητους, αναρίθμητες, αμέτρητων
- бесчувственность στα ελληνικά - μούδιασμα, αναισθησία, συνείδησης, της συνείδησης, αισθήσεων, των αισθήσεων
- бесчувствие στα ελληνικά - μούδιασμα, λησμονιά, λήθη, αδιαφορία, αδιαφορίας, Η αδιαφορία, την αδιαφορία, ...
- бесшабашный στα ελληνικά - απεγνωσμένος, ατάσθαλος, παράτολμος, απρόσεκτος, απερίσκεπτος, απελπισμένος, ριψοκίνδυνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Бесчувственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανόητος, ράθυμος, απαθής, νεκρό, ανεπηρέαστος, παράλογος, στυγνός, αναίσθητος, ατάραχος, ουδέτερος, απάνθρωπος, αδιάφορος, οκνός, σκληρόκαρδος, στυγνή, χωρίς συναίσθημα, η σκληρή
Μεταφράσεις: ανόητος, ράθυμος, απαθής, νεκρό, ανεπηρέαστος, παράλογος, στυγνός, αναίσθητος, ατάραχος, ουδέτερος, απάνθρωπος, αδιάφορος, οκνός, σκληρόκαρδος, στυγνή, χωρίς συναίσθημα, η σκληρή