Битье στα ελληνικά
Μετάφραση: битье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλλόμενος, χτυπώ, δέρνω, νικώ, διασυρμός, χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ξυλοδαρμός, παλλόμενη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- битый στα ελληνικά - σπασμένος, σπασμένα, σπασμένο, των θραυσμάτων, θραυσμάτων της
- бить στα ελληνικά - χτυπώ, βαρώ, τρέμω, διάλειμμα, κοπανίζω, σφαίρα, τιμωρώ, ...
- биться στα ελληνικά - μάχομαι, διαταράσσω, δέρνω, χτυπώ, μάντρα, νικώ, λίμπρα, ...
- битьё στα ελληνικά - παλλόμενος, bitё
Τυχαίες λέξεις
Битье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλλόμενος, χτυπώ, δέρνω, νικώ, διασυρμός, χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ξυλοδαρμός, παλλόμενη
Μεταφράσεις: παλλόμενος, χτυπώ, δέρνω, νικώ, διασυρμός, χτύπημα, ήττα, ξυλοδαρμό, ξυλοδαρμός, παλλόμενη