Бойко στα ελληνικά
Μετάφραση: бойко, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξυπνα, ζωηρά, trippingly
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бой-скаут στα ελληνικά - ανιχνεύω, ανιχνευτής, πρόσκοπος, Σώμα Ελλήνων Προσκόπων, Πρόσκοποι, Προσκόπων, Ανιχνεύσεις αγοριών, ...
- бойкий στα ελληνικά - γοργός, θαρραλέος, γενναίος, αιφνίδιος, εντατικός, πανέτοιμος, ζωντανός, ...
- бойкость στα ελληνικά - προθυμία, κέφι, ευχέρεια, ζωντάνια, ευκολία, γρηγοράδα, ανειλικρινής πολυλογία, ...
- бойкот στα ελληνικά - απεργία, μποϋκοτάρω, χτυπώ, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Бойко στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξυπνα, ζωηρά, trippingly
Μεταφράσεις: έξυπνα, ζωηρά, trippingly