Болеро στα ελληνικά
Μετάφραση: болеро, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- болезнь στα ελληνικά - πανδημία, ασθένεια, στοργή, άρρωστος, αρρώστια, νόσος, τρυφερότητα, ...
- болельщик στα ελληνικά - ανεμιστήρας, οπαδός, βεντάλια, υποστηρικτής, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
- болеть στα ελληνικά - είμαι, πόνος, άρρωστος, πονώ, διανύω, πληγώνω, αποπαίρνω, ...
- болеутоляющий στα ελληνικά - αναλγητικός, αναλγητικό, αναλγητική, αναλγητικές, αναλγητικού, αναλγητικά
Τυχαίες λέξεις
Болеро στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
Μεταφράσεις: μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού