Бон στα ελληνικά
Μετάφραση: бон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλείω, έξαρση, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευση, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бомбоубежище στα ελληνικά - καταφύγιο, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
- бомбёжка στα ελληνικά - βομβαρδισμός, βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμούς, βομβαρδισμό, βομβαρδισμού
- бона στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, συνδέω, Bon, άνθρακα, του άνθρακα, Μπον, ...
- бонами στα ελληνικά - φράγματα, δοράτια, βραχίονες, βραχιόνων, πλωτά φράγματα
Τυχαίες λέξεις
Бон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλείω, έξαρση, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευση, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
Μεταφράσεις: αποκλείω, έξαρση, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευση, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας