Бочок στα ελληνικά

Μετάφραση: бочок, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα
Бочок στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бочком στα ελληνικά - πλαγίως, πλάγια, πλάι, τα πλάγια, πλευρικά
  • бочкообразный στα ελληνικά - κοντόχοντρος, βαρελοειδής, καδοειδής, κοντόχονδρος, παχουλές
  • бочонок στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, βαρέλι, το βαρέλι, κύλινδρο, βαρελιού, κάννη
  • боюсь στα ελληνικά - φοβάμαι
Τυχαίες λέξεις
Бочок στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλευρό, πλαγιά, πτέρυγα, πλευρά, λαγόνα, λαγώνα