Брезент στα ελληνικά
Μετάφραση: брезент, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανί, πλέω, καμβάς, μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Μεταφράσεις
- брезгливость στα ελληνικά - αποστροφή, λεπτολογία, σχολαστικότητα, σχολαστικότητα του, σχολαστικότητά, fastidiousness
- брезгливый στα ελληνικά - αψίκορος, λεπτολόγος, τάση προς εμετό, σιχασιάρης, σιχασιάρηδες, σιχασιάρεις
- брезжит στα ελληνικά - ξημερώνει, ανατέλλει, ξημερώματα, αυγές, αυγή της
- брезжить στα ελληνικά - αυγή, λάμπω, την αυγή, αυγής, ξημερώματα, ξημέρωμα
Τυχαίες λέξεις
Брезент στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανί, πλέω, καμβάς, μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα
Μεταφράσεις: πανί, πλέω, καμβάς, μουσαμάς, αδιάβροχο, μουσαμά, από μουσαμά, αδιάβροχα