Бренность στα ελληνικά

Μετάφραση: бренность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, της αδυναμίας, η αδυναμία
Бренность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бремя στα ελληνικά - φορτώνω, φροντίδα, φορτίζω, γεμίζω, κατηγορία, βάρος, φόρτωση, ...
  • бренди στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, μπράντυ, brandy, το κονιάκ
  • бренный στα ελληνικά - αδύναμος, χρονικός, κοσμικός, εγκόσμιος, φθαρτός, αναλώσιμων, αλλοιώσιμα, ...
  • бренчание στα ελληνικά - γρατζούνισμα, Γρατζουνώντας, το γρατζούνισμα, παίξιμο, γρατζουνίσματος
Τυχαίες λέξεις
Бренность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, της αδυναμίας, η αδυναμία