Буйный στα ελληνικά

Μετάφραση: буйный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απερίσκεπτος, άγριος, παράφορος, άφθονος, βαθμός, ενθουσιώδης, ορμητικός, βαθμολογώ, βίαιος, κατατάσσω, βαθμίδα, ταραχώδης, διαχυτικός, πολυτάραχος, θυελλώδης, ακάθεκτος, πληθωρικός, πληθωρική, πληθωρικό, ενθουσιώδη
Буйный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буй στα ελληνικά - φελλός, σημαδούρα, επιπλέω, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
  • буйвол στα ελληνικά - ταύρος, βούλα, βουβάλι, βουβάλου, βουβάλια, βουβάλων, βουβαλιών
  • буйство στα ελληνικά - μανία, σάλος, προπηλακίζω, παραζάλη, οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, ...
  • буйствовать στα ελληνικά - λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, αποκτώ, οργή, παίρνω, τρέχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Буйный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απερίσκεπτος, άγριος, παράφορος, άφθονος, βαθμός, ενθουσιώδης, ορμητικός, βαθμολογώ, βίαιος, κατατάσσω, βαθμίδα, ταραχώδης, διαχυτικός, πολυτάραχος, θυελλώδης, ακάθεκτος, πληθωρικός, πληθωρική, πληθωρικό, ενθουσιώδη