Буксовать στα ελληνικά
Μετάφραση: буксовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλίστρημα, παραδρομή, γλιστρώ, ντεραπάρω, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буксировать στα ελληνικά - τράβηγμα, στουπί, ρυμουλκώ, σέρνω, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, ...
- буксировка στα ελληνικά - ρυμουλκώ, στουπί, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, έλξης, έλκοντος, ρυμουλκού
- буксовка στα ελληνικά - γλίστρημα, γλιστρώ, παραδρομή, ολίσθημα, της τριβής, του τριψίματος, από αμυχές, ...
- булава στα ελληνικά - ρόπαλο, λέσχη, σκήπτρο, περιβλήματα μοσχοκάρυδων, αμώμων, καρποί αμώμων
Τυχαίες λέξεις
Буксовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλίστρημα, παραδρομή, γλιστρώ, ντεραπάρω, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση
Μεταφράσεις: γλίστρημα, παραδρομή, γλιστρώ, ντεραπάρω, ολίσθημα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση