Булавка στα ελληνικά

Μετάφραση: булавка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιμπιδάκι, γόμφος, καρφίτσα, πείρο, pin, πείρου, πείρος
Булавка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буксовка στα ελληνικά - γλίστρημα, γλιστρώ, παραδρομή, ολίσθημα, της τριβής, του τριψίματος, από αμυχές, ...
  • булава στα ελληνικά - ρόπαλο, λέσχη, σκήπτρο, περιβλήματα μοσχοκάρυδων, αμώμων, καρποί αμώμων
  • буланый στα ελληνικά - φως, φωτός, το φως, πρίσμα, βάση
  • булат στα ελληνικά - εφορμώ, δαμασκός, δαμασκηνό, damask, δαμασκηνά, δαμασκηνό ύφασμα
Τυχαίες λέξεις
Булавка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιμπιδάκι, γόμφος, καρφίτσα, πείρο, pin, πείρου, πείρος