Бухаться στα ελληνικά
Μετάφραση: бухаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτώση, πέφτω, εκπίπτω, πέφτουνε βαριά, πέφτουν βαριά το ένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буханка στα ελληνικά - φρατζόλα, καρβέλι, φραντζόλα, ψωμί, φραντζόλας
- бухать στα ελληνικά - τροφαντός, παχουλός, παχουλό, παχουλά, παχουλές, παχουλή
- бухгалтер στα ελληνικά - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
- бухгалтерия στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Τυχαίες λέξεις
Бухаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτώση, πέφτω, εκπίπτω, πέφτουνε βαριά, πέφτουν βαριά το ένα
Μεταφράσεις: πτώση, πέφτω, εκπίπτω, πέφτουνε βαριά, πέφτουν βαριά το ένα