Вакцинальный στα ελληνικά
Μετάφραση: вакцинальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вакхический στα ελληνικά - Διονυσιακή, βακχικές, βακχική, Βακχικά, βακχικό οίστρο
- вакцина στα ελληνικά - εμβολιασμός, εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
- вакцинация στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολιασμός, εμβολιασμού, εμβολιασμό, τον εμβολιασμό, ο εμβολιασμός
- вакцинный στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Τυχαίες λέξεις
Вакцинальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
Μεταφράσεις: εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο