Εμβόλιο στα ρωσικά

Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вакцинация, вакцина, вакцинальный, вакцинный, оспопрививание, вакцины, вакцину, вакциной, вакцины против
Εμβόλιο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβόλιο

εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ρωσικά, εμβόλιο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εμβροντησία στα ρωσικά - ступор, удар, оцепенение, одурь, недоумение, изумление, столбняк, ...
  • εμβρόντητος στα ρωσικά - молчаливый, онемевший, бессловесный, немой, безмолвный, безответный, невыразимый, ...
  • εμείς στα ρωσικά - мы, нас, нам, у нас
  • εμμένω στα ρωσικά - вынести, соблюдать, упорствовать, присасываться, придерживаться, выполнять, ждать, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: вакцинация, вакцина, вакцинальный, вакцинный, оспопрививание, вакцины, вакцину, вакциной, вакцины против