Вахлак στα ελληνικά

Μετάφραση: вахлак, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φερέγγυος, εχέγγυος, vahlak
Вахлак στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ваучер στα ελληνικά - κουπόνι, δελτίο, κουπονιού, δελτίου, δωροεπιταγή
  • вафля στα ελληνικά - όστια, πλακιδίων, γκοφρέτα, βάφρας, wafer
  • вахта στα ελληνικά - φρουρά, παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
  • вахтер στα ελληνικά - φρουρά, φρουρώ, φύλακας, φυλάω, porter, αχθοφόρος, θυρωρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Вахлак στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φερέγγυος, εχέγγυος, vahlak