Ввязывать στα ελληνικά

Μετάφραση: ввязывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλέκω, ζαρώνω, θρέφω, tying-
Ввязывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ввозить στα ελληνικά - εισάγω, φυτεύω, εργοστάσιο, φυτό, συστήνω, εισαγωγή, εισαγωγής, ...
  • ввысь στα ελληνικά - πάνω, άνω, επάνω, μέχρι, έως, up
  • ввязываться στα ελληνικά - ανακατεύομαι, αναμιχθεί, ανακατευτεί, αναμειχθεί, αναμιχθούν
  • вгибать στα ελληνικά - σκύβω, καμπυλώνεται, γέρνω, στροφή, vgibat
Τυχαίες λέξεις
Ввязывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλέκω, ζαρώνω, θρέφω, tying-