Λέξη: συντομεύω
Σχετικές λέξεις: συντομεύω
συντομεύω συνώνυμο
Συνώνυμα: συντομεύω
μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, συντέμνω, βραχύνω, συγκόπτω, συγκόπτω-λέξη
Μεταφράσεις: συντομεύω
συντομεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abridge, abbreviate
συντομεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extractar, acortar, abreviar, limitar, compendiar, coartar, resumir
συντομεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkürzen, abkürzen, kürzen, abridge, zu kürzen
συντομεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
simplifier, raccourcir, abrégez, condenser, accourcir, réduire, écourter, rogner, abréger, restreindre, d'abréger
συντομεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compendiare, accorciare, ridurre, abbreviare, abridge, riassumere
συντομεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resumir, abreviar, reduzir, condensar, encurtar, abridge
συντομεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inkrimpen, beperken, afkorten, verkorten, inkorten, begrenzen, bekorten, beknotten, korten, te korten, inkorten als
συντομεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уменьшать, ограничивать, урезывать, сокращать, убавлять, сократить, лишать, урезать
συντομεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forkorte, abridge, sammendra, Reduser størrelsen
συντομεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avkorta, förkorta, inskränka
συντομεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyhentää, abridge, Lyhennä sisältöä, Lyhennä
συντομεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indskrænke, forkorte, afkorte, at forkorte
συντομεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krátit, zhustit, zkracovat, zkrátit, zjednodušit, příspěvky zkrátit, zestručnit
συντομεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skracać, skrócić, upraszczać, ograniczać, streszczać, streścić, okroić, oznaczyć krótszy
συντομεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rövidít, rövidítenie, rövidítsd
συντομεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısaltmak, abridge, özetlemek, kısaltın, kesintiye uğratmak
συντομεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урізувати, скорочувати, зменшувати, позбавляти, скоротіть, скорочуватиме, скорочуватимуть
συντομεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pakësoj, abridge, shkurtojë, të shkurtoheshin, shkurtoheshin
συντομεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишавам, съкрати, да съкрати
συντομεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарачаць
συντομεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lühendama, kärpima, lühendada, lühenda, lihtsustami-, lühendage
συντομεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sniziti, pokratiti, poniziti, skratiti, sažeti, Smanjite ga, lišiti
συντομεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skerða, skerðir, minnka bann úrlendisrétt, skerÃ
συντομεύω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
curto
συντομεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutrumpinti, siaurinti, atimti, Okroić, Apsiriboti
συντομεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saīsināt, saīsiniet, norobežot
συντομεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
редуцираат, скратат, лишавам, скрати, ќе се скратат
συντομεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prescurta, scurteze, scurta, îngrădirea, restrângă
συντομεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Skrajšati, skrajša, Lišiti, skrajševati
συντομεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skrátiť, znížiť, skrátenie, skráti, skrátit
Τυχαίες λέξεις