Вдергивать στα ελληνικά

Μετάφραση: вдергивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραβώ, τράβηγμα, vdergivat
Вдергивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вделать στα ελληνικά - φτιάχνω, είναι ενσωματωμένο, είναι ενσωματωμένη, ενσωματώνεται, έχει ενσωματωθεί, είναι ενσωματωμένος
  • вделывать στα ελληνικά - μπήγω, φτιάχνω, ενσωματώνω, περιζώνω, Ενσωματώστε, embed, ενσωματώσετε, ...
  • вдернуть στα ελληνικά - τράβηγμα, τραβώ, vdernut
  • вдесятеро στα ελληνικά - δεκαπλάσιος, δέκα φορές, δεκαπλάσια, δεκαπλάσιο, κατά δέκα φορές
Τυχαίες λέξεις
Вдергивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραβώ, τράβηγμα, vdergivat