Ветхий στα ελληνικά
Μετάφραση: ветхий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, παλαιός, γέρικος, γέρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις
- ветряк στα ελληνικά - ανεμόμυλος, ανεμόμυλο, ανεμόμυλου, μύλος, ανεμόμυλων
- ветрянка στα ελληνικά - ανεμοβλογιά, ανεμευλογιά, ανεμοβλογιάς, την ανεμοβλογιά, της ανεμοβλογιάς
- ветхозаветный στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, πεπαλαιωμένος, Παλαιά Διαθήκη, Παλαιάς Διαθήκης, της Παλαιάς Διαθήκης, Π.Δ.
- ветхость στα ελληνικά - σαπίζω, παρακμάζω, παρακμή, φθορά, έσχατο γήρας, εξασθένησή, την εξασθένησή, ...
Τυχαίες λέξεις
Ветхий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, παλαιός, γέρικος, γέρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Μεταφράσεις: ακατάστατος, παλαιός, γέρικος, γέρος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα