Взбалмошный στα ελληνικά
Μετάφραση: взбалмошный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαρόκ, απλοχέρης, ιδιότροπος, πολυδάπανος, άστατος, εκκεντρικός, επιπόλαιος, παλαβός, επιπόλαια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взбадривающий στα ελληνικά - τζίντζερ, πιπερόριζα, το τζίντζερ, πιπερόριζας, πιπεροριζών
- взбалмошность στα ελληνικά - ζάλη, σκοτοδίνη, παραζάλη, ίλιγγος, ίλιγγο
- взбалтывание στα ελληνικά - συνταρακτικός, ταραχή, ανακίνηση, αναταραχή, ανάδευση, ανάδευσης
- взбалтывать στα ελληνικά - κινώ, αναδεύω, κινούμαι, κουνώ, σαλεύω, ανακατεύω, ταραχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Взбалмошный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαρόκ, απλοχέρης, ιδιότροπος, πολυδάπανος, άστατος, εκκεντρικός, επιπόλαιος, παλαβός, επιπόλαια
Μεταφράσεις: μπαρόκ, απλοχέρης, ιδιότροπος, πολυδάπανος, άστατος, εκκεντρικός, επιπόλαιος, παλαβός, επιπόλαια