Λέξη: λειαίνω

Σχετικές λέξεις: λειαίνω

λειαίνω συνώνυμα

Συνώνυμα: λειαίνω

ομαλύνω, μαλακώνω, σφυρηλατώ, έρχομαι εις την επιφάνεια

Μεταφράσεις: λειαίνω

λειαίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abrade, planish, slick, sleek

λειαίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frotar, raspar, aplanar, planish, aplane

λειαίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
planieren, planish

λειαίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abraser, planer

λειαίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abradere, planish

λειαίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
safar, raspar, desempenar, aplainar, polir, alisar, laminar

λειαίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschaven, schaven, polijsten, pletten, gladschaven, glad maken, planeren

λειαίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обдирать, изнашиваться, сдирать, шлифовать, стирать, править

λειαίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abradera, GLÄTTA, SLÄTHAMRA

λειαίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odřít, obrousit, vyrovnávat, vyrovnávat obdržené

λειαίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wycierać, przecierać, ścierać, ocierać, otrzeć, przetrzeć, zeszlifować, walcować, wyklepać

λειαίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
simára kalapál

λειαίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
preslemek, düzeltmek, döverek düzlemek, silindirle üzerinden geçmek

λειαίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зносіть, шліфувати, здирати, прати, стирати, правити, ред, правитиме, керувати, управляти

λειαίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изглаждам, оправям, изправям, полирам, шлифовам

λειαίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правіць, рэдагаваць, кіраваць

λειαίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kratsima, kraapima, planish

λειαίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poravnati, spljoštiti, uglačati

λειαίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlifuoti, poliruoti, lyginti, Poliruotos, Nogludināt

λειαίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogludināt, iztaisnot

λειαίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
egaliza

λειαίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
planish

λειαίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyrovnávať, vyrovnať, kompenzovať, čeliť
Τυχαίες λέξεις