Взметнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: взметнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτεροκοπώ, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взмахивать στα ελληνικά - κύμα, φτεροκοπώ, πτερύγιο, πτερυγίου, καπάκι, πτερυγίων, φτερού
- взметать στα ελληνικά - φτεροκοπώ, vzmetayutsya
- взметнуться στα ελληνικά - κόκορας, κρουνός, καβλί, κόκορα, στρόφιγγα
- взмолиться στα ελληνικά - ικετεύω, ζητιανεύω, θερμοπαρακαλώ, παρακαλώ, ζητώ, ικετεύουν για, επαιτούν για, ...
Τυχαίες λέξεις
Взметнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
Μεταφράσεις: φτεροκοπώ, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη