Взрыватель στα ελληνικά

Μετάφραση: взрыватель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτίλι, φιτίλι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
Взрыватель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрослый στα ελληνικά - ενήλικος, ενήλικας, συνεχής, αδιάκοπος, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, ...
  • взрыв στα ελληνικά - ξέσπασμα, έκρηξη, αγωνία, εκδήλωση, ξεσπώ, σάλος, ανεμοθύελλα, ...
  • взрывать στα ελληνικά - χτύπημα, ξέσπασμα, εκτινάσσομαι, έκρηξη, χυμός, επικρίνω, οργώνω, ...
  • взрываться στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, μύγα, πετώ, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Взрыватель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτίλι, φιτίλι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας