Виновен στα ελληνικά

Μετάφραση: виновен, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
Виновен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вино στα ελληνικά - οίνος, κρασί, σταφύλι, μπουκάλι, εμφιαλώνω, οίνου, κρασιού, ...
  • виноватый στα ελληνικά - ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
  • виновник στα ελληνικά - δράστης, φταίχτης, εφευρέτης, συγγραφέας, ένοχος, ένοχο, υπαίτιος, ...
  • виновность στα ελληνικά - ενοχή, εγκληματικότητα, ενοχής, την ενοχή, ενοχές, η ενοχή
Τυχαίες λέξεις
Виновен στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή