Винтовой στα ελληνικά
Μετάφραση: винтовой, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελικοειδής, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- винт-барашек στα ελληνικά - βίδα, κοχλία, βιδωτό, βιδωτό κοχλία, βίδα για
- винтовка στα ελληνικά - τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
- винтообразный στα ελληνικά - ελικοειδής, σπείρα, σπιράλ, σπειροειδή, σπειροειδούς, σπειροειδές
- винчестер στα ελληνικά - Winchester, Γουίντσεστερ, του Winchester, το Winchester, στέκι
Τυχαίες λέξεις
Винтовой στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελικοειδής, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό
Μεταφράσεις: ελικοειδής, βίδα, κοχλίας, κοχλία, βίδας, βιδωτό