Включить στα ελληνικά
Μετάφραση: включить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλαγή, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, μπλέκω, αλλάζω, διακόπτης, συμπεριλαμβάνω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την, ενεργοποιήσετε τη, ενεργοποιείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- включение στα ελληνικά - καταχώρηση, κατανόηση, συνέπεια, συμπερίληψη, υπόνοια, προσθήκη, ένταξη, ...
- включенный στα ελληνικά - ζωντανός, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριλαμβάνεται, που περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται
- включиться στα ελληνικά - συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
- вколачивать στα ελληνικά - μαστιγώνω, καρφί, εμβολίζω, κριάρι, πρόκα, νύχι, σφυρί, ...
Τυχαίες λέξεις
Включить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλαγή, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, μπλέκω, αλλάζω, διακόπτης, συμπεριλαμβάνω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την, ενεργοποιήσετε τη, ενεργοποιείτε
Μεταφράσεις: αλλαγή, περιλαμβάνω, εμπλέκω, εμπλέκομαι, μπλέκω, αλλάζω, διακόπτης, συμπεριλαμβάνω, ενεργοποιήσετε, ενεργοποιήστε, ενεργοποιήσετε την, ενεργοποιήσετε τη, ενεργοποιείτε