Вкривь στα ελληνικά
Μετάφραση: вкривь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λανθασμένος, λοξά, λοξός, στραβά, λανθασμένα, τυχαία, σε τυχαία, στην τύχη, δειγματοληπτικά, τυχαίως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкрапливаться στα ελληνικά - είμαι, διανύω, βρίσκομαι, διάσπαρτα, διάσπαρτες, διεσπαρμένη, διεσπαρμένες, ...
- вкратце στα ελληνικά - σύντομα, κοντολογίς, εν συντομία, εν ολίγοις, Με λίγα λόγια, σε σύντομο, στο σύντομο
- вкус στα ελληνικά - χαστουκίζω, γεύομαι, υπερώα, χαστούκι, απολαμβάνω, καρπαζιά, ουρανίσκος, ...
- вкусить στα ελληνικά - δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, ...
Τυχαίες λέξεις
Вкривь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λανθασμένος, λοξά, λοξός, στραβά, λανθασμένα, τυχαία, σε τυχαία, στην τύχη, δειγματοληπτικά, τυχαίως
Μεταφράσεις: λανθασμένος, λοξά, λοξός, στραβά, λανθασμένα, τυχαία, σε τυχαία, στην τύχη, δειγματοληπτικά, τυχαίως