Вкушать στα ελληνικά

Μετάφραση: вкушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γούστο, γεύση, γεύομαι, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Вкушать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вкусный στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ωραίος, πικάντικο, γευστικός, καλός, αγαθός, ...
  • вкусовой στα ελληνικά - γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, προτίμηση
  • влага στα ελληνικά - υγρό, υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
  • влагалище στα ελληνικά - κολεός, κόλπος, κόλπο, κόλπου, του κόλπου, τον κόλπο
Τυχαίες λέξεις
Вкушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γούστο, γεύση, γεύομαι, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση