Влиятельный στα ελληνικά
Μετάφραση: влиятельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, έγκυρος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влиться στα ελληνικά - ροή, ρέω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
- влияние στα ελληνικά - έμπνευση, ορμή, αντίκτυπο, αντίδραση, θέμα, κατάληξη, επενέργεια, ...
- влиять στα ελληνικά - επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, ...
- вложение στα ελληνικά - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Влиятельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, έγκυρος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Μεταφράσεις: τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, έγκυρος, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές