Вложить στα ελληνικά
Μετάφραση: вложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, διορίζομαι, συμπεραίνω, τελειώνω, εσωκλείω, καταλήγω, επενδύω, θέσει σε, τεθεί σε, τεθούν σε, εκτέλεσε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влиять στα ελληνικά - επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, ...
- вложение στα ελληνικά - περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, ...
- вломиться στα ελληνικά - διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, ...
- влопаться στα ελληνικά - τροφαντός, παχουλός, vlopatsya
Τυχαίες λέξεις
Вложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, διορίζομαι, συμπεραίνω, τελειώνω, εσωκλείω, καταλήγω, επενδύω, θέσει σε, τεθεί σε, τεθούν σε, εκτέλεσε
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, διορίζομαι, συμπεραίνω, τελειώνω, εσωκλείω, καταλήγω, επενδύω, θέσει σε, τεθεί σε, τεθούν σε, εκτέλεσε