Вменять στα ελληνικά

Μετάφραση: вменять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρος, βάζω, τόπος, τοποθετώ, ποζάρω, πόζα, καθορισμένος, εφαρμόζω, αιτούμαι, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Вменять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вменяемость στα ελληνικά - ευθύνη, λογική, λογικότητά, τη λογικότητά, λογικότητα, πνευματική υγεία
  • вменяемый στα ελληνικά - υπεύθυνος, υπόλογος, αρμόδιος, δωσίλογος, λογικός, υγιής, λογικό, ...
  • вместе στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
  • вместилище στα ελληνικά - χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
Τυχαίες λέξεις
Вменять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρος, βάζω, τόπος, τοποθετώ, ποζάρω, πόζα, καθορισμένος, εφαρμόζω, αιτούμαι, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού